Photo by engin akyurt on Unsplash
Μελισσάνθη (they/ she)
Διάβασα πρόσφατα κάπου ότι η πατριαρχία στην Ελλάδα έχει εξαλειφθεί από τη δεκαετία του ’70. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι εννοούσε αυτό που έγραψε το σχόλιο-είχα την εντύπωση ότι κάτι δεν διάβασα σωστά. Και όμως.. ένας cis het άντρας μας ενημέρωσε ότι όλα αυτά που γράφουμε εμείς οι γυναίκες στα socials περί πατριαρχίας και έμφυλης βίας είναι αποκυήματα της φαντασίας μας.
Μετά συνειδητοποίησα ότι αυτός ο άντρας όντως μπορεί να πιστεύει πως η πατριαρχία έχει εξαλειφθεί. Γι’αυτόν πατριαρχία μπορεί να σημαίνει ας πούμε ότι οι γυναίκες δεν έχουν δικαίωμα ψήφου και δεν τους επιτρέπεται η είσοδος σε δημόσιους χώρους διασκέδασης. Ή ότι δεν νοείται για μια γυναίκα να δουλεύει, εφόσον ο ρόλος της είναι να φροντίζει τα παιδιά και το νοικοκυριό. Το πόσο προβληματικό είναι αυτό πιστεύω πως δεν χρειάζεται ανάλυση. Είναι άλλωστε τόσο πολυσχιδές που μπορούν να γραφούν τόμοι για το προκείμενο.
Από τον Γενάρη του 2021 με την (καθυστερημένη) έναρξη του κινήματος #metoo στην Ελλάδα, οι γυναίκες (και εν γένει οι θηλυκότητες) έχουν αρχίσει να μιλάνε για όλα αυτά που τους έχουν συμβεί στη ζωή τους και μπαίνουν από κάτω από αυτή την τεράστια και πολύ σκοτεινή ομπρέλα που ονομάζεται έμφυλη βία. Και οι φωνές των γυναικών άρχισαν, έστω και εκβιαστικά (εφόσον ήταν πολλές) να ακούγονται και κάποια πράγματα προς τη δικαίωσή τους άρχισαν να φαίνονται κάπου στο φως του τούνελ.
Αρχίσαμε επίσης να χρησιμοποιούμε τον όρο γυναικοκτονία χωρίς να φοβόμαστε την κριτική των συνομιλητών μας και πια ελπίζουμε ότι τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα, καταδεικνύοντας αυτά τα περιστατικά θα μπορέσουμε να αρχίσουμε να μιλάμε πιο ελεύθερα για τη δυσμενή θέση των γυναικών που ναι μεν είναι καλύτερη από αυτή των γιαγιάδων και των μαμάδων μας, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι καλή.
Μέσα στο πλαίσιο του εσωτερικευμένου μισογυνισμού και της προνομιακής θέσης που εξακολουθούν να κατέχουν οι cis het άντρες στην κοινωνία μας, στο πλαίσιο της οποίας μια γυναίκα δεν μπορεί να θέλει να χωρίσει, δεν μπορεί να της αρέσει το σεξ, δεν γίνεται να προτιμήσει να μην κάνει παιδιά, είναι αδιανόητο να προτιμήσει να επενδύσει το χρόνο της στην εαυτή της για κοινωνικούς ή επαγγελματικούς λόγους και άλλα πολλά αντίστοιχα, είναι εξαιρετικά δύσκολο γι’αυτή να έχει και να υποστηρίζει την ταυτότητα ενός ατόμου μαζοχιστού.
Πώς μια γυναίκα που προσδιορίζεται πρωτίστως ως πολιτικό ον και δευτερευόντως ως φεμινίστρια μπορεί να πει στο σύντροφό της ή στον παρτενέρ της ότι είναι μαζοχίστρια; Πώς η συγκεκριμένη ταυτότητα συνάδει με τον αγώνα κατά της πατριαρχίας (όπου και να γίνεται αυτός) και της καταπολέμησης της ντε φάκτο θέσης που προβλέπεται γι’αυτήν σε κοινωνικό επίπεδο;
Σίγουρα όχι με ευκολία, ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψη ότι η σεξουαλική ταυτότητα της μαζοχίστριας ήταν ένα από τα θέματα που δημιούργησαν διασπαστικές τάσεις στο δευτεροκινηματικό φεμινισμό κατά το 1970. Πολλές ακτιβίστριες της εποχής (όπως Robin Morgan, Alice Walker και Andrea Dworkin) έγραφαν παθιασμένα κείμενα γεμάτα κριτική για το bdsm, εστιάζοντας στο γεγονός ότι η γυναικεία χειραφέτηση και η ανατροπή της πατριαρχίας δεν θα γίνουν ποτέ όσο οι γυναίκες οικειοθελώς παίρνουν ρόλους υποταγής και «καταπίεσης». Αυτή η διάσπαση κορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του 80 με τους λεγόμενους “sex wars”, κατά τη διάρκεια των οποίων η φεμινιστική ρητορική εναντίον της ετεροκανονικότηας, της πορνογραφίας, της σεξεργασίας και του bdsm κορυφώθηκε (Vance,
1984). Η πρόκληση εκείνης της εποχής για το φεμινιστικό κίνημα ήταν η κατανόηση ότι κάθε φορά που μιλάμε για το «δικαίωμα της επιλογής» από τις γυναίκες, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι αυτές (οι γυναίκες) δεν θα καταλήξουν σε επιλογές που εμπίπτουν στο πλαίσιο του «επιτρεπτού» από το κίνημα (Hirschmann, 2010: 271).
Στο δεύτερο φεμινιστικό ρεύμα, παράλληλα, άρχισε η συνειδητοποίηση για όλες ότι το προσωπικό είναι πολιτικό, ωστόσο, αυτή η φράση κατέληξε να χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να αποκλείσει τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής από τις γυναίκες χωρίς τη συναίνεσή τους, εφόσον η επιλογή μιας άνισης σχέσης σε προσωπικό επίπεδο, αυτομάτως θα σήμαινε ότι οι ίδιες αναπαράγουν πατριαρχικά στερεότυπα και λειτουργούν ως τροχοπέδη στο κίνημα. Έτσι, οι φεμινίστριες δεν απέκλειαν μόνο τις γυναίκες που ήθελαν να εμπλακούν σε πρακτικές bdsm, αλλά και όλες αυτές που επέλεγαν να ακολουθήσουν στερεοτυπικές πρακτικές ομορφιάς, να υποβληθούν σε πλαστικές εγχειρίσεις, να κάνουν έκτρωση, να κάνουν ενσυνείδητες επιλογές ανάμεσα στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή ή ακόμα και να επιλέξουν να ασχοληθούν με τη σεξεργασία.
Με το πέρας των ετών είναι πλέον πολύ ξεκάθαρο ότι ο φεμινισμός είναι ένα κίνημα που δεν αφορά μόνο στις γυναίκες, αλλά σε όλα τα άτομα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρίσκονται σε μια θέση καταπίεσης ή/ και εκμετάλλευσης από τον καπιταλισμό και την πατριαρχία. Ο αποκλεισμός των ελεύθερων επιλογών από τα άτομα και ειδικότερα στο πλαίσιο των αγώνων για μια πιο ισότιμη κοινωνία όχι μόνο δεν οδηγεί προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά αντίθετα συμβάλλει στη διαιώνιση της καταπίεσης, καθώς και της σταδιακής μείωσης συμμάχων. Αν οι φεμινίστριες δεν «επιτρέπουν» σε μια γυναίκα να κάνει έκτρωση ή να επιλέξει τη σεξεργασία ως επάγγελμα, όταν αποκλείουν τρανς πρόσωπα και γενικότερα άτομα που δεν ανήκουν στο στενό δίπολο ταυτότητας φύλου, στο τέλος σε ποια θα μπορεί να βασιστεί και να ελπίσει; Πώς γίνεται πάντα να ψάχνουμε να βρίσκουμε τα στοιχεία που μας διαχωρίζουν αντί αυτών που μας θέτουν στην ίδια πλευρά;
Είναι συνεπώς ακόμα δυσκολότερο να μπορέσουμε να βρούμε τους τρόπους που μια γυναίκα cis μπορεί να διεκδικήσει το ρόλο της ως μαζοχίστρια στο πλαίσιο μιας ετεροκανονικής σχέσης. Πώς γίνεται μια γυναίκα να θέλει συνειδητά να μπει σε μια άνιση σχέση διατηρώντας στο ακέραιο την προσωπική, κοινωνική και πολιτική της ταυτότητα;
Πέρα από τις δυσκολίες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, στη συγκεκριμένη προβληματική δεν πρέπει να αφήνουμε απ’έξω την ανωριμότητα της bdsm κοινότητας στην Ελλάδα, η οποία εξακολουθεί και αποτελεί πεδίο δράσης για άτομα (κυρίως cis het άντρες) με κακοποιητικές και παραβιαστικές συμπεριφορές. Υπογραμμίζεται πως τα πράγματα έχουν αλλάξει κατά πολύ την τελευταία δεκαετία και αυτές οι συμπεριφορές κάποια στιγμή αναδεικνύονται και απομονώνονται, ωστόσο η κοινότητά μας παραμένει πολύ πίσω σε σχέση με αυτές του εξωτερικού. Αρκετά από αυτά που κινούνται στον χώρο βλέπουν το bdsm ως μια lifestyle επιλογή, αγνοώντας όλη τη δουλειά που πρέπει να γίνει αναφορικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν για ασφαλείς πρακτικές. Και κυρίως αυτό που εκλείπει από την Ελληνική κοινότητα bdsm είναι η πολιτική ταυτότητα.
Ζούμε σε μια σεξιστική, ρατσιστική, ομοφοβική, τρανσφοβική, ικανοτιστική κοινωνία. Αυτό το γεγονός διαμορφώνει την ταυτότητά μας, τις πεποιθήσεις και τις επιθυμίες μας: είναι μέρος του εαυτού μας στο πιο θεμελιώδες γνωστικό επίπεδο. Μια επικρατούσα θεωρία στις kink κοινότητες είναι ότι το BDSM αποτελεί «παιδική χαρά» την εκδήλωση και συντήρηση παρορμητικών συμπεριφορών, αντικατοπτρίζοντας τη μη συναινετική δυναμική
της κοινωνικής δομής, τις διακριτικές/ σεξιστικές συμπεριφορές και την αέναη «χρήση» ατόμων για το προσωπικό όφελος ή απόλαυση.
Αυτό ισχύει σε κάθε περίπτωση για κάθε ένα από εμάς που δεν μπαίνει στη διαδικασία να επιμορφωθεί, να επικοινωνήσει με ειλικρίνεια και να συναισθανθεί. Και πρωτίστως ισχύει στο ακέραιο για κάθε ένα που παραμελεί ότι η πολιτική συνείδηση είναι μονόδρομος για τη διεκδίκηση της θέσης και της εικόνας μας σε όλες τις σφαίρες της ζωής μας, συμπεριλαμβανομένης και της πρακτικής bdsm.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι μια θηλυκότητα που είναι μαζοχίστρια είναι έτσι γιατί αυτό της αρέσει και το γνωρίζει αφού έχει κάνει τη «δουλειά» με την εαυτή της και ενσυνείδητα κάνει αυτή την επιλογή. Δεν το «αποφασίζει» από κεκτημένη ταχύτητα αφού έτσι της έμαθαν, ούτε επειδή νιώθει πως αν δεν πάρει αυτό το ρόλο θα βρεθεί στο περιθώριο. Είναι περίπου σαν τη συζήτηση που γίνεται σε σχέση με τα ομοφυλόφιλα άτομα: όχι, δεν μου αρέσουν οι γυναίκες επειδή δεν έχω ακόμα γνωρίσει τον κατάλληλο άντρα. Μου αρέσουν οι γυναίκες γιατί έτσι είμαι.-
Προσωπικά έχω πολύ μεγάλο θαυμασμό για όλα τα μαζοχιστά. Χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη συγκέντρωση, αυτοκυριαρχία και συνειδητότητα να παραδόσεις το σώμα και το μυαλό σου σε κάποιο άλλο να το χειριστεί, να το πονέσει, να το λυγίσει. Και χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη αυτογνωσία και δύναμη να οριοθετείσαι και να σταματάς ένα παιχνίδι τη στιγμή που εσύ το θέλεις (για οποιοδήποτε λόγο).
Ένα μαζοχιστό όμως πρέπει να έχει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά για να μπορεί να παίζει ασφαλώς πρωτίστως τη σωματική και πνευματική υγεία του και δευτερευόντως γι’αυτή του παρτενέρ του. Η συνειδητότητα, η οριοθέτηση, η ενσυναίσθηση η αυτογνωσία και η δύναμη είναι «αρετές» που καλλιεργούνται (και) μέσα από την πολιτική ταυτότητα. Αν δεν αμφισβητήσουμε και επαναδομήσουμε το πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς που θεωρεί φυσιολογική την a priori μειονεκτική θέση των γυναικών και όλων των υπολοίπων ατόμων που δεν ανήκουν στην κατηγορία cis het male, δεν μπορούμε να αγκαλιάσουμε την kink ταυτότητά μας, όποια και να είναι αυτή, καθώς τυφλά θα αναπαράγουμε πατριαρχικά στερεότυπα καταπίεσης.
Είναι λοιπόν πλέον ανάγκη να ανοίξουμε ένα μεγάλο διάλογο με ενσυναίσθηση και ειλικρίνεια για την ουσιαστική διάσταση των επιλογών μας, το πλαίσιο στο οποίο γίνονται και τις πολιτικές προεκτάσεις τους. Και κυρίως να δούμε με ποιο τρόπο μπορούμε να χτίσουμε πάνω σε όλα αυτά που μας φέρνουν κοντά και μας ενώνουν, αντί να καθόμαστε με κριτική να απορρίπτουμε τα σύμμαχά μας.
Join the sexolution: Για συμμετοχή στο sexpositive.gr κάνε κλικ εδώ